-
1 ὑπεροράω
ὑπερορ-άω, [tense] fut. - όψομαι: [tense] aor. ὑπερεῖδον, inf. - ῐδεῖν: [tense] aor. [voice] Pass. ὑπερώφθην:—II overlook, take no notice of,τοὺς πονηροὺς ὑπερορᾷ Lys.2.77
;τὴν ὕβριν ὑπερεώρακε Aeschin.1.116
; οὐκ ὀλίγα τῶν προσόδων ὑ. remit, OGI56.16 (Canopus, iii B.C.);δι' ὄνειρον.. ὑπεριδεῖν τὸ συμφέρον Sor.1.4
: c. part.,οὐχ ὑπεροψόμενοί τινας ἀφαιρεθέντας D.H.5.52
.2 despise, disdain,ὑπεριδὼν Ἴωνας Hdt.5.69
, cf. Phld.Vit.p.27 J.;λόγους ὑπεριδεῖν Th.4.62
;σφῶν τὸ πλῆθος ὑπεριδών Id.5.6
, cf. 6.11;ὑπερείδετε τὴν ἐμὴν ὁμιλίαν Lys.8.7
;πλὴν ἀρετῆς πάντα ὑ. Pl.Criti. 120e
;πάντα τἀνθρώπινα ὑπερεώρα πρὸς τὴν παρὰ τῶν θεῶν ξυμβουλίαν X.Mem.1.3.4
:—[voice] Pass., , cf. 7.42;ὑπ' ἐκείνων ὑπερορᾶσθαι Pl.Phdr. 232d
.b less freq. c. gen.,ὑπερορῶ τῆς ἀπολογίας Antipho 3.3.4
;ὑμῶν D.19.338
;τῶν νόμων X.Mem.1.2.9
;πενίας Gorg.Pal.32
; τῶν μὲν ζῴων φροντίσαι, τῶν δ' οὕτω τιμίων (sc. τῶν ἄστρων)ὑ. Arist.Cael. 290a32
;ὑπερεῖδε τῶν ἀνθρωπείων ἀγαθῶν Luc.Demon.3
, cf. Gal.6.108,312.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεροράω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский